Σαν κύβος του Ρούμπικ σε χέρι απαίδευτο, το «φαινόμενο Μύκονος» μπορεί να αποδειχθεί προβληματικός και χρονοβόρος γρίφος για όσους αφελώς και αβασάνιστα αποπειραθούν να την επεξηγήσουν σαν ένα θαυματουργό “sun and beach” προϊόν και μόνο.
Κι όμως, η Μύκονος δεν είναι περίπλοκη ή τόσο όσο φαντάζεται κανείς. Είναι μικρή κι απλή, με όση δύναμη χρειάζεται και παραπάνω για να προβοκάρει τη σκέψη, να διεγείρει το κύτταρό που θέλει να χορέψει, να διεγείρει το οπτικό νεύρο που ψάχνει να ερεθιστεί.
Ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως κριτηρίων, είναι ένα πανέμορφο νησί. Ναι, εδώ ο ζωφόρος άνεμος δεν σταματά ποτέ.
Αυτή ακριβώς είναι η μοναδική χρωματική παλέτα που δεν θα τη βρεις πουθενά αλλού. Μόνο εδώ η γαλανόλευκη αρχιτεκτονική κουλτούρα αναμειγνύεται τόσο ιδανικά με τις μοβ αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος και την ώχρα της γης, αρμονικά ή σε απόλυτο κοντράστ με τις πενήντα και πλέον γαλαζοπράσινες παραλίες. Κι όλα αυτά σε μία luxury, joie de vivre συσκευασία.
Η Μύκονος είναι αυτή: όλα κινούνται κάτω από έναν ορίζοντα άπειρων δυνατοτήτων κι όλοι σιγοψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο του Απόλλωνα. Ένας σπάνιος τόπος στην Ελλάδα, που σαν έμπειρος ακροβάτης ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στην ιστορία του τόπου, την ανθρώπινη απαίτηση, την ακόρεστη πείνα για πολυτέλεια και την κατάκτηση της τεχνητής προόδου.
Από τη μία, το νησί είναι ένας παραγωγός χαράς, ένας διασκεδαστής, μία χορεύτρια, μία τραγουδίστρια, ένα party animal ζαλισμένο από το αλκοόλ. Ή, πιο σωστά, μία κινηματογραφική σταρ. Αυτή η αλληγορία ταιριάζει καλύτερα στη Μύκονο, αφού απολαμβάνει τα φώτα της δημοσιότητας, διασκεδάζει με την κολακεία αλλά και απαιτεί την προσοχή. Παράλληλα είναι προικισμένη με αληθινό, έμφυτο χάρισμα και αψεγάδιαστη to die for εμφάνιση. Η κάμερα τη λατρεύει και η ακτινοβολία της κατακτά.
Η Μύκονος είναι μία σύγχρονη Ελληνίδα Θεά που ποζάρει με αυτοπεποίθηση. Είναι αλήθεια: αυτό το νησί διαθέτει την ποιότητα μίας ντίβας, κάθε πρωτοκλασάτη σταρ, βεληνεκούς Angelina Jolie, που δεν σου αφήνει επιλογές. Θα την ερωτευτείς.
Από την άλλη, η κάθε είδους -καλή, κακή, τουριστική, οικονομική, οικοδομική- ανάπτυξή της είναι εντυπωσιακή, ατίθαση και ανεξέλεγκτη σε αρκετές περιπτώσεις. Το άλμα από τον Ησίοδο στον τούρμπο εκσυγχρονισμό ήταν τεράστιο. Για την ακρίβεια, ήταν αναπόφευκτο. Κι αν υποθέσουμε πως η φήμη είναι ένα κοφτερό μαχαίρι που κόβει την ιστορία σε δεκαπεντάλεπτα μιντιακά χρονικά κομμάτια διασημότητας, σίγουρα η Μύκονος διεκδικεί και παίρνει τη μερίδα του λέοντος. Ωστόσο, αυτό είναι και το τίμημα της δόξας που πρέπει να πληρώσει για να γίνει κομμάτι του συναρπαστικού Μέλλοντός της. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με μία XXL celebrity. Στον απόηχο των ελεγειών των ποιητών αλλά και των προφητικών τραγουδιών της Μέλπως Αξιώτη, αν είναι καιρός για απολογισμούς και κρίσεις, δεν είναι καιρός να μάθουμε την ιστορία της Μυκόνου από τα σύγχρονα Μέσα, αλλά από τον Καμύ και τον Καραγάτση. Ή από πρώτο χέρι. Μπορούν να σου την αφηγηθούν οι ντόπιοι λόγιοι, που εξακολουθούν να διδάσκουν την ομορφιά, τον πόνο, τη χαρά αυτού του περήφανου βράχου.
Εκατόν πέντε τετραγωνικά χιλιόμετρα γης, βουτηγμένα στη θάλασσα των Κυκλάδων, είναι η Μύκονος. Ένας άγονος, στείρος βράχος -ανθεκτικός και εύθραυστος ταυτόχρονα- που έχει ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία, για να μπορεί να μετατραπεί σ’ ένα σύγχρονο απομονωτήριο που σου ταιριάζει, αν σου ταιριάζει τέτοιο.
Ναι, υπάρχει κι αυτή η Μύκονος: πανομοιότυπη με τη «Σικελία» του Πιραντέλο και το «Χάος» των Αδερφών Ταβιάνι. Η Μύκονος του σπουδαίου Έλληνα αρχιτέκτονα, Άρη Κωνσταντινίδη, που τη συναντάς σε σπίτια με ασπρόμαυρες φωτογραφίες μουστακοφόρων προγόνων μας στους τοίχους και γυναίκες που προσπαθούσαν να μαγειρέψουν νόστιμα με λιγοστό νερό και κοπριά. Αυτή η εσωτερική, «βαθιά», η «άλλη» Μύκονος που λένε, υπάρχει σήμερα, αρκεί να θέλεις να τη βρεις. Με μνήμες, ήχους και μυρωδιές που προέρχονται -και κρατάνε ακόμη- από την Αίγυπτο, τη Σμύρνη, τη Σύρο, τη Μαύρη Θάλασσα, τον Πειραιά. Το νησί των πέντε ιερών της Παραπορτιανής που αποθέωσε ο Λε Κορμπυζιέ αλλά και των 600 ακόμα εκκλησιών και βάλε, ακριβώς απέναντι, δέκα κουπιά δρόμος από τα ιερά χώματα της Δήλου. Λουσμένα με το πιο εκθαμβωτικό φυσικό φως στον κόσμο. Αυτό το φως, εδώ, έχει τη σημασία του, την καταλυτική επίδρασή του: λένε πως, στον υπόλοιπο πλανήτη, κάπου το μισό φως απορροφάται μες στο αντικείμενο, όμως εδώ το αντικείμενο μοιάζει να ξεβγάζει το φως, σαν να φωτίζεται το ίδιο από μέσα. Ενέργεια! Αυτή η Μύκονος υπάρχει και θα υπάρχει ακόμη κι όταν σβήνουν οι προβολείς, όταν έρχονται τα χοιροσφάγια στο τέλος κάθε Νοεμβρίου.
Προχωρώντας προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας της νέας χιλιετίας, με το διάχυτο φως και τους ασπρισμένους της τοίχους θα βρίσκεται πάντα επί σκηνής και θα επιπλέει με αυτοπεποίθηση στα κοσμικά χωρικά της ύδατα.
Σύμβολο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας αλλά και της μεταφυσικής του Αιγαίου αρχιπελάγους. Γη και ζώνη γλυκού ηδονισμού, απαλλαγμένου από υποχρεώσεις, δημόσιους ρόλους και δεσμεύσεις, να ασφυκτιά, όπως η «Ριβιέρα» του Φιτζέραλντ στην αλαζονεία των αποικιοκρατών της. Αλλά ταυτόχρονα να αναπνέει, να πάλλεται, να δημιουργεί μέσα απ’ τους ντόπιους, περήφανους Έλληνες με την τραγουδιστή διάλεκτο, μεταφέροντας και τιμώντας μνήμες, διατηρώντας έθιμα και πειράζοντας ο ένας τον άλλον με παρατσούκλια.
Οι άξιοι Μυκονιάτες βρίσκονται στο πηδάλιο κατευθύνοντας με μαεστρία τη γαλέρα του νησιού προς μια ισορροπημένη ανάπτυξη. Η νέα γενιά μεγαλώνει εδώ με ανοιχτούς ορίζοντες και αλλιώτικη δυναμική ματιά πάνω στο τι ακριβώς σημαίνει γιορτή ζωής, ταυτόχρονα ικανή και πανέτοιμη για νέα πράγματα, χωρίς τα ψυχολογικά συμπλέγματα των «σερβιτόρων της Ευρώπης». Τολμηροί, νεωτεριστές και σαν έτοιμοι από καιρό για ριψοκίνδυνα άλματα, οι άνθρωποί της προσδίδουν βάθος, ένταση και χαρακτήρα στην τοπική κοινωνία βοηθώντας το νησί να απογειωθεί, αποδεικνύοντας αδιάκοπα πως η Μύκονος, σαν μηχανή μεγάλης ιπποδύναμης, είναι η καλύτερη βιτρίνα της Ελλάδας παγκοσμίως. Και χωρίς τους ντόπιους στην εξίσωση, αυτός ο κύβος του Ρούμπικ θα παραμένει αίνιγμα.